- χερσαίος
- α, ο[ν]1) сухопутный, земной; 2) материковый, континентальный;
χερσαίον κλϊμα — континентальный климат
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χερσαίον κλϊμα — континентальный климат
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χερσαῖος — from masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερσαίος — α, ο / χερσαῑος, αία, ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ος Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ξηρά, σε αντιδιαστολή προς τον θαλάσσιο και τον εναέριο ή τον ιπτάμενο (α. «χερσαίες και ναυτικές δυνάμεις» β. «τὰ χερσαῑα καὶ τὰ θαλάσσια καὶ τὰ πετεινά», Ηρόδ.)… … Dictionary of Greek
χερσαίος — α, ο ηπειρωτικός, στεριανός: Στην Αφρική υπάρχουν σπάνια χερσαία ζώα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χερσαῖον — χερσαῖος from masc acc sg χερσαῖος from neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερσαῖα — χερσαῖος from neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερσαῖαι — χερσαῖος from fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερσαῖοι — χερσαῖος from masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερσαῖ' — χερσαῖα , χερσαῖος from neut nom/voc/acc pl χερσαῖε , χερσαῖος from masc voc sg χερσαῖαι , χερσαῖος from fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνηπειρώτης — ὁ, Α αυτός που είναι επίσης χερσαίος, που είναι κι αυτός στεριανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἠπειρώτης «χερσαίος, στεριανός»] … Dictionary of Greek
χερσαία — χερσαί̱ᾱ , χερσαῖος from fem nom/voc/acc dual χερσαί̱ᾱ , χερσαῖος from fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερσαίας — χερσαί̱ᾱς , χερσαῖος from fem acc pl χερσαί̱ᾱς , χερσαῖος from fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)